- πρόχειρος
- -η, -ο / πρόχειρος, -ον, ΝΜΑ1. αυτός που βρίσκεται μπροστά, δίπλα ή κοντά στα χέρια κάποιου, αυτός τον οποίο μπορεί κανείς εύκολα να πιάσει και να χρησιμοποιήσει (α. «δώσε μου το ψαλίδι, αν το έχεις πρόχειρο» β. «ἔβαλλον λίθοις καί... ἀκοντίοις, ὡς ἕκαστός τι πρόχειρον εἶχε», Θουκ.γ. «ἁρπάζει μου ἀεὶ τὸ πρόχειρον τῶν σκευῶν», πάπ.)2. (γενικά) καθετί που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ή να ετοιμαστεί εύκολα ή αμέσως (α. «θα ετοιμάσω κάτι πρόχειρο να φάμε» β. «ἔστιν τοίνυν τις πρόχειρος λόγος», Δημοσθ.γ. «τὸ προχειρότατον είπεῑν», Ισοκρ.)νεοελλ.1. αυτός που γίνεται χωρίς την απαραίτητη προετοιμασία ή προσοχή (α. «πρόχειρη δουλειά» β. «πρόχειρο έργο»)2. το ουδ. ως ουσ. το πρόχειροτετράδιο ή σημειωματάριο για σύντομες σημειώσεις ή το τμήμα γραπτού δοκιμίου για προπαρασκευαστικές σημειώσεις και σχεδιάσματα3. φρ. «εκ τού προχείρου» — βιαστικά, χωρίς την κατάλληλη προετοιμασία, επιπόλαιανεοελλ.-μσν.φρ. «Πρόχειρος Νόμος» ή, απλώς, «Πρόχειρον» — νομοθετική συλλογή που εκδόθηκε περί το 869 μ. Χ. από τον αυτοκράτορα Βασίλειο Α' τον Μακεδόνα και η οποία περιέχει διατάξεις σχετικές με το οικογενειακό, το κληρονομικό, το ενοχικό και το δημόσιο δίκαιοαρχ.1. (για ξίφος ή μαχαίρι έξω από τη θήκη) αυτό που τό κρατάει κανείς στο χέρι του γυμνό (α. «φάσγανον πρόχειρον ὠθεῑ», Ευρ.β. «τὰς κοπίδας προχείρους ἔχοντες», Ξεν.)2. (για μέρη τού σώματος) ο αμέσως προσιτός, ο εξωτερικός3. κοινός, συνήθης («αἱ πρόχειροι τῶν ἡδονῶν», Φίλ)4. (για πρόσ.) έτοιμος, πρόθυμος για κάτι («σκότου δεῑ κοὐ πρόχειρος θανεῑν», Σοφ.)5. αυτός που αντιλαμβάνεται αμέσως, ευφυής («ἐν ταῑς ὁμιλίαις εὔχαρις καὶ πρόχειρος», Πολ.)6. εύγλωττος («τὸ προπετές καὶ πρόχειρον», Ιπποκρ.)7. ταχύς («σφοδρός... καὶ πρόχειρος», Ιπποκρ)8. το ουδ. ως ουσ. τὸ πρόχειρονα) το προχείριον*β) ξύλο για την ανακίνηση τῶν μαλλιών στον λέβητα βαφής9. φρ. α) «πρόχειρον ἐστι» — είναι εύκολο να.... β) «τὰ πρόχειρα τῶν ἀπόρων» — οι προφανείς δυσκολίεςγ) «ἐκ προχείρου» — εύκολα, χωρίς καθυστέρηση ή δυσκολία.επίρρ...προχείρως ΝΜΑ, και πρόχειρα Νσύντομα, γρήγορα, χωρίς καθυστέρηση ή χωρίς μεγάλη προετοιμασία (α. «μπορώ να αναφέρω πρόχειρα τα εξής» β. «προχείρως ἀποκρίνασθαι»Πλάτ.)νεοελλ.βιαστικά, άκριτα, χωρίς την απαραίτητη προετοιμασία («μίλησε πολύ πρόχειρα»)αρχ.1. ορμητικά («προχείρως αὐτὸν δοῡναι», Πολ.)2. απότομα («προχείρως εἰπεῑν», Δημητρ.)3. συνήθως ή προφανώς («προχείρως δηλούσης», Φιλόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. προ-* + -χειρος (< χείρ, χειρός), πρβλ. από-χειρος].
Dictionary of Greek. 2013.